απειλητικός

απειλητικός
-ή, -ό (AM ἀπειλητικός, -ή, -όν)
αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπειλητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει απειλή: Μου στειλαν ανώνυμη απειλητική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειλητικά — ἀπειλητικός neut nom/voc/acc pl ἀπειλητικά̱ , ἀπειλητικός fem nom/voc/acc dual ἀπειλητικά̱ , ἀπειλητικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικώτερον — ἀπειλητικός adverbial comp ἀπειλητικός masc acc comp sg ἀπειλητικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικῶν — ἀπειλητικός fem gen pl ἀπειλητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικόν — ἀπειλητικός masc acc sg ἀπειλητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικαῖς — ἀπειλητικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικαί — ἀπειλητικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικοῖς — ἀπειλητικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικοί — ἀπειλητικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”